- εφτάδιπλος
- η , ο1) состоящий из семи частей; 2) увеличенный в семь раз; семикратный; 3) сложенный всемеро
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εφτάδιπλος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από επτά μέρη, ο επταπλούς 2. ο επτά φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον, επταπλάσιος 3. αυτός που έχει επτά πτυχές, επτά δίπλες («εφτάδιπλο σχοινί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + διπλός] … Dictionary of Greek
εφτάδιπλος — η, ο 1. αυτός που έχει εφτά δίπλες, ο διπλωμένος σε εφτά μέρη. 2. αυτός που αποτελείται από εφτά μέρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek
επτάδυμος — η, ο 1. ο εφτάδιπλος. 2. που γεννήθηκε στον ίδιο τοκετό μαζί με άλλους έξι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)